banner 3

crowl

e xamogela: για όσα μπορούν να μας κάνουν να χαμογελάμε, να μας εντυπωσιάσουν , να μας προβληματίσουν. Μια κουβέντα ανάμεσα μας , χωρίς ήχο μα με φωνή ικανή να σπάσει την σιωπή μας! Ένα blog φτιαγμένο με όσα κουβαλά η ψυχή μας και απ΄ όσα το βλέμμα αρπάζει.. Εδώ σε τούτο το blog που όλοι οι καλοί χωράνε περιμένουμε να μοιραστούμε μαζί σας οτιδήποτε σας αφορά και θέλετε να δημοσιευθεί, σχόλια, απόψεις, νέα σας, ακόμη και τις πιο απλές σκέψεις σας. Ακόμη και αν νιώθετε πως θίγεστε από κάποια ανάρτηση μας ή για ότι άλλο θέλετε. Δεν έχετε λοιπόν, παρά να επικοινωνήσετε μαζί μας στέλνοντας μας mail στην παρακάτω διεύθυνση: Nikibest112@gmail.com Τέλος, επισημανουμε οτι η αναρτηση θεματων απο αλλους ιστοτοπους δεν σημαινει αυτοματα και την αποδοχη μας. ..

φοντο

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ.


Το ραντεβού ήταν για τις επτά το απόγευμα.. Ο Άρης θα πήγαινε. Για λίγες στιγμές μόνο. Θα παρίστανε τον βιαστικό. θα έγερνε λίγο τα χείλη προς τα πάνω και θα της έδινε τυπικά το χέρι. Άλλωστε ο χρόνος είχε θέσει τα όρια ανάμεσα τους. Μπορεί τίποτε απ’ όλα αυτά να μη γινόταν.  Ίσως εκείνη να το ΄χε  ξεχάσει. Ίσως όχι. Εκείνος θα κρατούσε την υπόσχεση του.  Όπως τότε που ζούσανε μαζί. Εκείνο το τυφλό ραντεβού κάθε φορά που λογαριάζανε ένα χρόνο ακόμη απο την πρώτη τους συνάντηση. Ότι και να συνέβαινε, τούτο ήταν κάτι σαν όρκος αναμετάξυ τους. Είχανε περάσει τόσα χρόνια απο τότε. Ο Άρης όμως δεν υπήρχε περίπτωση να ξεχάσει την υπόσχεση του. Όπως δεν είχε ξεχάσει ούτε την μυρωδιά της, ούτε την γεύση της.  ...

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μερικά κιλά παραπάνω, κασμιρένιο κοστούμι, μεταξωτό πουκάμισο με ρίγες, δερμάτινος χαρτοφύλακας με τυπωμένα κάτω δεξιά τα αρχικά του και ένας νέος τίτλος. Αναπληρωτής προϊστάμενος του τμήματος χορηγήσεως δανείων της Εθνικής. Κουβάλησε  το σώμα του πιο κοντά. Τα μαλλιά του είχαν χάσει την λάμψη τους και τα μάτια του, ίσα πια που  τα διέκρινε ανάμεσα στα χαρακώματα. Μονάχα σα φορούσε εκείνους τους χοντρούς φακούς με τον σκούρο σκελετό. Τότε μόνο τα ξεχώριζε.
Ο καθρέφτης, δώρο τότε από τη Μαργαρίτα του και ανέγγιχτος από τις στιγμές σε αντίθεση μ΄ εκείνον, τον κοίταζε πιο παγωμένα από ποτέ. Εκείνος  κάθε φορά έβλεπε την ίδια εικόνα. Τον εαυτό του να την βαστά αγκαλιά τόσο που η πλάτη της έσφιγγε ασφυκτικά το στήθος του καθώς γέρνανε προς τα μπρος αφού διαφορετικά θα διέκριναν μερικά μονάχα κομμάτια από τα κορμιά τους. Έπειτα αντίκριζαν  τα βλέμματα τους. Κομμάτια κυκλαδίτικης παραλίας και αβύσσου.
Θυμόταν πόσο του άρεσε να τη χαζεύει κάθε που φτιαχνόταν μπροστά στον καθρέφτη τους. Το κορμί της είχε τη σφριγηλότητα των εφηβικών της χρόνων και όταν άπλωνε την αντιρυτιδική στα ζυγωματικά της, για πρόληψη καθώς έλεγε, εκείνος την πείραζε πως είχε ήδη αρχίσει να γερνάει. Τότε εκείνη φορούσε το μπλε φουστάνι που τόνιζε το μπούστο της, έπιανε κότσο τα μαλλιά της και μ’  ένα φιλί τον ρωτούσε αν του άρεσε. Η Μαργαρίτα, το κορίτσι με μπούκλες που χάιδευαν το στήθος της, με φακίδες που πλήθαιναν τα καλοκαίρια, με τα ξεθωριασμένα τζιν και τα εφαρμοστά μπλουζάκια με φιγούρες της εποχής, γινόταν μεμιάς δικιά του.  
Κοίταξε ξανά την ασπρόμαυρη φωτογραφία που είχε κρυμμένη στο συρτάρι του γραφείου του.  Το μόνο πράγμα που της άφησε μζί με έναν μακρόστενο καθρέφτη δωματίου. Όποτε τα κατάφερνε, ξεκλείδωνε το συρτάρι και την κοίταζε στα κλεφτά.  Μονάχα το υστερόγραφο ξεχώριζες. Η αφιέρωση που του είχε κάνει, είχε πια ξεθωριάσει. Δική σου.. 
Δεν θα ρωτούσε ούτε τώρα γιατί έφυγε. Σημασία έχει το αποτέλεσμα, σκεφτόταν. Ποτέ δεν συζητούσε για  εκείνη,  λες και έτσι την κρατούσε κοντά του. Μια κουβέντα ήταν αρκετή για να την ελευθερώσει από μέσα του και τούτο δεν το θέλε με τίποτε. Ούτε στην Ελένη, που έγινε γυναίκα του αρκετά χρόνια μετά θα της έλεγε για τις πληγές του που του άφησε η  άτακτη φυγή της Μαργαρίτας του.. Απλά έφυγε , της είπε κάποια στιγμή. Τίποτε άλλο.
Έβαλε την φωτογραφία στην μέσα αριστερή τσέπη του σακακιού και έφυγε ξεφουρνίζοντας μια πρόχειρη δικαιολογία στην Ελένη. Τα μαγαζιά έσφυζαν από πελάτες λόγω των ημερών. Μηχανοκίνητοι Αϊ Βασίληδες στριμωγμένοι σε αερόστατα ή σκαρφαλωμένοι σε ξύλινες σκάλες κρατούσαν παρέα σε κούκλες που η τιμή τους ξεχώριζε από μακριά. Μουσικές και χρώματα μπερδεύονταν προκαλώντας μια εύθυμη ατμόσφαιρα  κάτι που οι πωλήτριες αγνοούσαν αφού μετρούσαν ανάποδα πελάτες, ώρες και τα  λεπτά.
< Κύριε, σε λίγο κλείνουμε.>.
Βγήκε αδιαμαρτύρητα από το κατάστημα. Ήθελε να της αγοράσει κάτι. Οτιδήποτε. Και ας ήταν εκείνη που του χρωστούσε. Όλα αυτά τα χρόνια του χρωστούσε. Μια εξήγηση, έναν λόγο, ένα συγνώμη διάολε.!
Ο  Μεσσίας του Χέντελ μπερδευόταν με σουξεδάκια της εποχής και η πλατεία Συντάγματος γέμιζε από μετανάστες, μπαλόνια και πιτσιρίκια με απλωμένα χέρια. Η μνήμη του στο αντίθετο ρεύμα. Τότε που η Μαργαρίτα ξεχυνόταν μαζί της στα μαγαζιά για χύμα κρασί του κυρ Αντώνη, καλογυαλισμένες τράπουλες και σοκολατάκια με γεύση από βύσσινο που άρεσαν στην παρέα της αλλαγής, καθώς την ονομάτισαν αφού η αλλαγή της χρονιάς τους έβρισκε μαζί έτσι επί τέσσερα συναπτά έτη. Αυτή τη φορά μόνοι οι δυο τους, στο κατώφλι μιας νέας δεκαετίας, ενός νέου αιώνα σ’ εκείνο το καφέ. Έστω για λίγα λεπτά. Όσα χρειαζόταν για να σφίξουν τα χέρια.
Οι γιατροί του είχαν απαγορεύσει όποιες κακές συνήθειες. Συγκινήσεις, τσιγάρα, εντάσεις, όλα στοπ. Στοπ τα νεύρα, στοπ ο εφοδιασμός από το περίπτερο της γωνίας με εκείνον τον θεσπέσιο καπνό, στοπ ο καφές στα όρθια, στοπ ο καφές γενικώς. Αυτό το τελευταίο του είχε στοιχίσει ιδιαίτερα.
Ώρα έξι και μισή. Βρισκόταν στον επίμαχο δρόμο που ήταν πλημμυρισμένος από μπασταρδεμένες μυρωδιές μπαχαρικών, λιβάνια και βότανα. Παράνομα ζευγαράκια, απαγορευμένες ουσίες και απαγορευμένοι άνθρωποι να ενώνουν τα χνώτα τους. Κορμιά με κουρελιασμένα ρούχα, που στηρίζονταν σε ξεθωριασμένες γόβες ή σε ξεφτισμένα σκαρπίνια κρατώντας γερά καπνό σε τσιγαρόχαρτο ή κάρτες ξενοδοχείων της περιοχής για να κατευθύνουν  σωστά τους πελάτες. Το καφέ ήταν ακόμη στην ίδια θέση. Όπως χρόνια πριν. Όπως μήνες. Όπως ακριβώς και την προηγούμενη εβδομάδα.
 Οι καθρέφτες, η μυρωδιά του ξύλου και το πάτωμα που έμοιαζε με φθαρμένη σκακιέρα έκανε τον χρόνο να τρέχει ανάποδα. Στην ευωδιά του κορμιού της, στο γέλιο της, στον θόρυβο από το χτύπο των τακουνιών της. Οι ανάσες του σε ρυθμό τελικού αγώνα μπάσκετ της Εθνικής.
Είχε ήδη πιει μισό ποτήρι ουίσκι και είχε στρίψει δυο τσιγάρα. Παρήγγειλε για εκείνη. Ελληνικό μέτριο, είπε στον νεαρό και ένα γλυκό του κουταλιού. Βύσσινο. Ένιωσε την αριστερή του πλευρά να βαραίνει. Γύρεψε τη φωτογραφία. Πιεζόταν από το χέρι που άγγιζε το ακριβοπληρωμένο σακάκι του. Ίσα που πρόλαβε να αλλάξει τις θέσεις των συσπάσεων, όσες δηλαδή δεν είχαν εγκατασταθεί απρόσκλητα στο πρόσωπο του, όταν κατάλαβε.  Ιδιοκτήτης των καλλίγραμμων άκρων ήταν μια λεπτοκαμωμένη φιγούρα τυλιγμένη σε ταγέρ ποιότητος αρίστης, με διχτυωτό καλσόν και γόβες στιλέτο ασορτί με το χρώμα της τσάντας της. Του χαμογέλασε ζητώντας συγνώμη για το ξάφνιασμα και τίναξε τα μαλλιά της προς την πλάτη. Έφταναν πια στη μέση της και είχαν ακόμη εκείνο το  χρώμα του ήλιου. Είχε καιρό να ακούσει τον εαυτό του να φωνάζει  το όνομά της .
<Μαργαρίτα; Σα να μην πέρασε ούτε μια μέρα!>        
<Ναι Άρη. Πέρασαν όμως δέκα χρόνια!>

απο : ΝΙΚΗ ΚΟΥΜΑΡΤΖΑΚΗ. Διαχειριστης του blog: e-xamogela.blogspot.gr
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου