banner 3

crowl

e xamogela: για όσα μπορούν να μας κάνουν να χαμογελάμε, να μας εντυπωσιάσουν , να μας προβληματίσουν. Μια κουβέντα ανάμεσα μας , χωρίς ήχο μα με φωνή ικανή να σπάσει την σιωπή μας! Ένα blog φτιαγμένο με όσα κουβαλά η ψυχή μας και απ΄ όσα το βλέμμα αρπάζει.. Εδώ σε τούτο το blog που όλοι οι καλοί χωράνε περιμένουμε να μοιραστούμε μαζί σας οτιδήποτε σας αφορά και θέλετε να δημοσιευθεί, σχόλια, απόψεις, νέα σας, ακόμη και τις πιο απλές σκέψεις σας. Ακόμη και αν νιώθετε πως θίγεστε από κάποια ανάρτηση μας ή για ότι άλλο θέλετε. Δεν έχετε λοιπόν, παρά να επικοινωνήσετε μαζί μας στέλνοντας μας mail στην παρακάτω διεύθυνση: Nikibest112@gmail.com Τέλος, επισημανουμε οτι η αναρτηση θεματων απο αλλους ιστοτοπους δεν σημαινει αυτοματα και την αποδοχη μας. ..

φοντο

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΙΩΠΗΣ ΛΟΓΙΑ

Ισως να ήταν όλα πιο εύκολα αν είχε εκείνο το χρυσό μαγικό ραβδάκι. Δεν θα χρειαζόταν να κάνει τίποτε απολύτως. Άφησε την τεράστια κούπα με καφέ που μόλις είχε φτιάξει, στο τραπέζι. Είχε θυμώσει που δεν μπορούσε κανείς να τον βοηθήσει.  Κανένας άνθρωπος και καμία επιστήμη. Δεν μπορούσε να ελέγξει τίποτε μόλις την έβλεπε. Σα να χανόταν, σα να φοβόταν. Να φοβηθεί τι , διάβολε; εκείνη; μα δεν είχε αγγίξει ούτε τα μισά του χρόνια ! τι θα μπορούσε να κάνει; έμοιαζε τόσο εύπλαστη, τόσο αδύναμη, ανίκανη να σταθεί μπρος του.. να τον πολεμήσει ή να τον ερωτευθεί, πόσο μάλλον να τον διαλύσει.. μάλλον τα σημάδια των δικών του χρόνων πάνω του, ήταν εκείνα που τον έκαναν τόσο δυσκίνητο..

Το μόνο που ήξερε να ελέγχει με απόλυτη ακρίβεια εκείνες τις στιγμές, ήταν το βλέμμα του. Λαχταρούσε να το συγκέντρωνει πάνω της, όποτε ήθελε. Έφτανε μόνο να κοιτάξει από το παράθυρο στο διαμέρισμα της απέναντι πολυκατοικίας. Συγκεκριμένα στο μεσαίο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας που ήταν τόσο μακριά, όσο σου έπαιρνε για να κάνεις μερικά βήματα ή όσο διαρκούν κάποιες ανάσες. Εντάξει, κάποιες βαθιές ανάσες.
 Ο Σωτήρης, που αν και  διέθετε τόση ευστροφία λες και είχε σχεδόν όλους τους πλανήτες του σε σύνοδο, έμοιαζε -καθώς έτσι του έλεγε η Νόρα που μοιραζόταν το κρεββάτι του τελευταία- από εκείνες τις φωτογραφίες που μοιάζουν φυσικές μα ένας Θεός ξέρει τι τραβούσε για να βγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Πόσο έσφιγγε την ανάσα του, πόσο τέντωνε το στήθος του και πόσες φορές έσερνε τα χείλη του όσο περισσότερο άντεχε στα άκρα. ΄
Αυτό βλέπεις λοιπόν; την ρώτησε, και τι θες , τι θες από μένα τότε;
Εσένα αλλά όχι , τουλάχιστον όχι έτσι , του απάντησε, χωμένο συνέχεια  σε διατριβές και σκελετούς, αγνοώντας οτιδήποτε γύρω σου. .ακόμη και μένα! δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, κυρίως εμένα . Σου εύχομαι μόνο, να μην σου κάνουν ότι κάνεις, αν και το αξίζεις..
Έτσι του είπε και του έκλεισε με δύναμη  την πόρτα κατάμουτρα, θυμωμένη που της ακύρωσε για μια ακόμη φορά την έξοδο τους προφασιζόμενος τη διατριβή του .
Ο Σωτήρης δεν θα έτρεχε ποτέ  πίσω της. Διάλεξε τους σκελετούς του και έκανε έναν τελευταίο έλεγχο σε όσα έγραφε. Ήταν από εκείνους που τα τελευταία χρόνια τον χρόνο του τον όριζε η παράδοση που όμως δεν ήταν του καλλίγραμμου κορμιού της Νόρας του, μα της κάθε εργασίας του Πανεπιστημίου. Έτσι γινόταν και οι έννοιες νυν με πρώην γινόταν ένα κουβάρι στο παρόν του λόγω προθεσμιών, των εργασιών, παρατηρήσεων και ενός σωρό συνεδρίων που παρακολουθούσε. Αν ο έρωτας είναι αλισβερίσι όπως λένε, δεν είμαι καθόλου καλός έμπορος, παραδέχτηκε κάποτε σε μια κουβέντα που είχε με έναν κοινό του φίλο.
.
Τα τελευταία χρόνια, η αλήθεια είναι, πως είχε εξαντληθεί να μαθαίνει απ' έξω και ανακατωτά, κάθε νεύρο και αρτηρία που υπήρχε σε κάθε κορμί ρσενικό και θηλυκό, τόσο που και το δικό του το σώμα του έμοιαζε πως λειτουργούσε μηχανικά ακόμη και όταν χωνόταν όλο  με δύναμη σ εκείνο της Νόρας. Μα τώρα, κάτι άλλο συνέβαινε. Κάτι που τον τραβούσε δίχως να τον ρωτήσει μακριά από όλα αυτά και το μόνο που ένοιωθε ζωντανό πάνω του, ήταν το βλέμμα του. Τριγύριζε με λύσσα για να καρφωθεί ξεδιάντροπα, στην κοπέλα του τρίτου. Τρίτος όροφος , μεσαίο διαμέρισμα. Κάθε μέρα στις επτά και τριάντα μετά μεσημβρίας..
Εκείνη, άφηνε την τεράστια τσάντα της πάνω στο κρεββάτι, ξεγύμνωνε το κορμί της μπροστά του και άπλωνε τα χέρια της θα λεγες στο Θεό, και τούτο ακόμη τον έκανε να θυμώνει αφού μόνο ο Θεός ήξερε πόσο λαχταρούσε τα χέρια της να αλλάξουν πορεία και να τριγυρίζουν συνέχεια στο κορμί του. Μονάχα ο Θεός ξέρει πόσο πολύ Του είχε θυμώσει, που δεν έβαζε το χεράκι του να βοηθήσει την κατάσταση. Τουλάχιστον να επαναφέρει τις βασικές του λειτουργίες όταν πάλευε να της μιλήσει. Να συνεφέρει την ανάσα του, που κοβόταν με μια της κίνηση. Να φέρει στα συγκαλά της την καρδιά του που εκείνες τις στιγμές κόντευε με τη δύναμη της να  του ξεσκίσει τα σωθικά. Άσε που ένιωθε τα πόδια του καρφωμένα στο ξεφτισμένο παρκέ της γκαρσονιέρας του και τα κόκαλά του σαν εύθραυστες ακριβές πορσελάνες. Δυνατές μα ένα σκούντημα, ένα νεύμα θα ταν ικανό να τον κάνει να καταρρεύσει.. Αλλά το χειρότερο ήταν  εκείνο το κουβάρι στο λαιμό του που του κόβε στα δυο τη φωνή του. Μονάχα τα μάτια του. Μονάχα αυτά τα μάτια που που καίγανε σαν το κάρβουνο όταν την αντίκριζε, μένανε στη θέση τους. Ακίνητα, παγωμένα και την ίδια ώρα να λαχταράν ε τόσο να την αρπάξουν...

Σήμερα, το είχε αποφασίσει. Δεν θα τον εμπόδιζε τίποτε. Θα στεκόταν μπροστά στο παράθυρο, θα άπλωνε το χέρι του στην τεράστια τζαμόπορτα που είχε μπροστά του και θα της χαμογελούσε. Μπορεί να φώναζε και το όνομα της.... Αλήθεια, πως την λέγανε; Θα το είχε ακούσει δεν μπορεί. Σίγουρα είχε ακούσει κάποιον να την φωνάζει. Ελένη.. όχι... ίσως Μαίρη.. Θα έβρισκε έναν τρόπο. Άλλωστε μπορούσε να της πει απλά καλησπέρα. Τόσος καιρός είχε περάσει από τότε που την είδε για πρώτη φορά. Από εκείνη την φορά που τον είχε και εκείνη δει. Πέντε ανάσες δρόμος τους χώριζαν. Δεν θα της φαινόταν παράξενο άμα της μιλούσε.
Μερικές φορές νόμιζε πως θα του μιλούσε πρώτη. Τότε που το βλέμμα της περνούσε από μπροστά του. Όπως το κορμί της. Την λάτρευε εκείνη την εικόνα. Διάλεγε συνήθως δαντελένια εσώρουχα που χρωμάτιζαν αλλιώτικα κάθε φορά το σταρένιο δέρμα της. Τίποτε δεν του φαινόταν παράταιρο πάνω της. Όχι δεν χρειαζόταν, δεν είχε σημασία να θυμηθεί το όνομα της.
Είχε μάθει το σώμα της, και ας μην το είχε αγγίξει ποτέ και ας μην έμοιαζε καθόλου σ  αυτό που ορκιζόταν πως θα τον έκανε να ερωτευθεί. Ήξερε καλά πως θα λύγιζε το βλέμμα της σαν θύμωνε ή σαν χαιρόταν. Μονάχα τα χέρια της, δεν μπορούσε να κρατήσει ακόμη και ας τα τέντωνε με τόση δύναμη εκείνη,  τόσο που καμιά φορά του φαινόταν πως άκουγε λίγο έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Μονάχα λαχταρούσε να την αγγίξει. ήταν τόσο κοντά του και κάθε φορά μονάχα το βλέμμα του πίσω από ένα παράθυρο ήταν το μόνο που έμοιαζε να ναι σε λειτουργία.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως στο  διάβολο γινόταν όλο τούτο. Της είχε μιλήσει τόσες φορές. Όλα της τα έλεγε, μα πως να τον ακούσει. Ένα τζάμι έκοβε τον ήχο του και τον μάκραινε από εκείνη. Όμως σήμερα,θα τράβαγε την κουρτίνα, και θα άνοιγε το τζάμι. Θα έβαζε και εκείνη την καρέκλα με την μεγάλη πλάτη να βαστάει το παράθυρο να μην κλείσει. Μην κλείσει και δεν τον ακούσει να της μιλά

Δεν άργησε να φανεί μα δεν άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του, ούτε τέντωσε το κορμί της , ούτε μπορούσε να δει το δέρμα της όπως άλλοτε. Μπορούσε  να δει όμως το βλέμμα της. Έτσι , κατάματα. Του χαμογέλασε. Πρώτη φορά. Δεύτερη. Τώρα ήταν η δεύτερη.  Όχι με  το χαμόγελο της στημένη φωτογραφίας μα με τ άλλο που βγαίνει από καρδιάς.
Φορούσε ένα  ξεθωριασμένο  τζιν μ ένα κολλητό φανελάκι που άγγιζε ελαφρά το κορμί της. Χάθηκε για μια στιγμή κ έπειτα την είδε να βγαίνει στο μακρόστενο μπαλκόνι της και να ακουμπά στα κάγκελα μια μεγάλη ταμπέλα που έγραφε με κόκκινα γράμματα.: ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΝΤΟΣ. Ονομα στο κουδούνι: Ελένη Λαθήτου.
Αυτή τη φορά ο Σωτήρης πήρε το χαμόγελο της μονάχα που 'χε κομματιαστεί η γλώσσα του κ δεν μπόρεσε να της πει όσα ήθελε.
Πέρασαν δέκα μέρες από τότε. Δεν είδε τη φιγούρα της ξανά. Μονάχα τον κύριο Αριστοτέλη που έμενε δίπλα της, να του κάνει νοήματα με το ένα χέρι που του χε απομείνει από τον πόλεμο, να του φωνάζει κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Ήταν το τζάμι που διάλεγε να χε κλειστό. Είναι το βλέμμα του που είχε πια αρχίζει να θολώνει. Φταίει ο καταράχτης του είπαν που είχε αρχίσει να γίνεται.
Άνοιξε και το παράθυρο. Τώρα μπορούσε να τον ακούει. Δεν το ξεχώριζε καλά μα τον άκουγε. Καλησπέρα, μ ακούς;  τον άκουγε να του φωνάζει. Καλησπέρα του απάντησε ο Σωτήρης σπάζοντας πια την σιωπή του όλες εκείνες τις μέρες.  Δώσανε κ τα χέρια.

Νίκη Κουμαρτζάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου